bn:00015767n
Noun Concept
EL
φυλακισμένος  κρατούμενος  αιχμάλωτος  κρατούμενοι
EL
Αυτός που βρίσκεται στη φυλακή ,αυτός που συλλαμβάνεται κατά τον πόλεμο από τον αντίπαλο ή παραδίνεται σε αυτόν και τίθεται υπο την εξουσία του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αυτός που βρίσκεται στη φυλακή ,αυτός που συλλαμβάνεται κατά τον πόλεμο από τον αντίπαλο ή παραδίνεται σε αυτόν και τίθεται υπο την εξουσία του Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations