bn:00015777n
Noun Concept
EL
σύλληψη
EL
Η βίαιη κατακράτηση ή ο αιχμαλωτισμός κάποιου, ώστε να περιορίζεται η φυσική ή προσωπική του ελευθερία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η βίαιη κατακράτηση ή ο αιχμαλωτισμός κάποιου, ώστε να περιορίζεται η φυσική ή προσωπική του ελευθερία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet