bn:00084509v
Verb Concept
EL
πιάνω
EL
Συλλαμβάνω και κρατώ κάποιον, κυρίως μετά από καταδίωξη ή ενέδρα, τον έχω δέσμιο, τον εμποδίζω να φύγει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συλλαμβάνω και κρατώ κάποιον, κυρίως μετά από καταδίωξη ή ενέδρα, τον έχω δέσμιο, τον εμποδίζω να φύγει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet