bn:00015863n
Noun Concept
Categories: Αλλοτροπία, Άνθρακας
EL
αιθάλη  καπνιά  λάμπα μαύρο
EL
Μαύρη ανθρακούχος ουσία, που χρησιμοποιείται και για την παρασκευή βαφικών υλών και μελανιού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μαύρη ανθρακούχος ουσία, που χρησιμοποιείται και για την παρασκευή βαφικών υλών και μελανιού Greek Open Multilingual WordNet
Η Αιθάλη είναι ακάθαρτα σωματίδια άνθρακα που προκύπτουν από την ατελή καύση των υδρογονανθράκων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations