bn:00016317n
Noun Concept
Categories: Σκελετικό σύστημα, Συνδετικός ιστός
EL
χόνδρος  χονδρός  χόνδρου
EL
(ανατομία) γαλακτόχρωμος στερεός και ελαστικός ζωικός ιστός που υπάρχει στις άκρες των οστών, στα πτερύγια των αυτιών, στο διάφραγμα της μύτης κ.τ.λ. και που αποτελεί το σκελετό ορισμένων κατώτερων σπονδυλωτών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ανατομία) γαλακτόχρωμος στερεός και ελαστικός ζωικός ιστός που υπάρχει στις άκρες των οστών, στα πτερύγια των αυτιών, στο διάφραγμα της μύτης κ.τ.λ. και που αποτελεί το σκελετό ορισμένων κατώτερων σπονδυλωτών Greek Open Multilingual WordNet
Ο χόνδρος είναι ένας αδιαφανής, λευκός, ελαστικός, λείος, στιλπνός και υγρός συνδετικός ιστός που βρίσκεται στον άνθρωπο και σε άλλα ζώα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations