bn:00016768n
Noun Concept
Categories: Ιατρικές συσκευές
EL
καθετήρας  καθετήρα  καθετήρες
EL
Λεπτός σωλήνας, συνήθως από λάστιχο, που τον εισάγουν σε φυσική κοιλότητα ή σε φυσικό ή τεχνητό πόρο του σώματος, για να διευκολύνουν την κένωσή τους ή για να παροχετεύσουν κάποια ουσία για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Λεπτός σωλήνας, συνήθως από λάστιχο, που τον εισάγουν σε φυσική κοιλότητα ή σε φυσικό ή τεχνητό πόρο του σώματος, για να διευκολύνουν την κένωσή τους ή για να παροχετεύσουν κάποια ουσία για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς Greek Open Multilingual WordNet
Ο καθετήρας είναι ένας λεπτός σωλήνας κατασκευασμένος από υλικά ιατρικής ποιότητας που εξυπηρετεί ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations