bn:00016856n
Noun Concept
EL
ανυψωμένος δρόμος  υπερυψωμένος δρόμος  υπερυψωμένο μονοπάτι
EL
Πέρασμα που βρίσκεται πάνω από νερό, βάλτο ή αμμώδη έκταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources