bn:00016994n
Noun Concept
EL
σέλινο
EL
Κηπευτικό φυτό, έντονα αρωματικό και γευστικό, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, για να νοστιμίζει τα φαγητά (σε σαλάτες, σάλτσες, σούπες, ζωμούς κ.ά.), τρώγεται ωμό ή μαγειρεμένο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κηπευτικό φυτό, έντονα αρωματικό και γευστικό, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, για να νοστιμίζει τα φαγητά (σε σαλάτες, σάλτσες, σούπες, ζωμούς κ.ά.), τρώγεται ωμό ή μαγειρεμένο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet