bn:00017363n
Noun Concept
EL
βεβαιότητα  σιγουριά  σίγουρο
EL
Η πεποίθηση, η απουσία αμφιβολίας ή αμφισβήτησης, η σιγουριά (ότι κάτι θα ισχύσει, θα συμβεί) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πεποίθηση, η απουσία αμφιβολίας ή αμφισβήτησης, η σιγουριά (ότι κάτι θα ισχύσει, θα συμβεί) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations