bn:00099476a
Adjective Concept
EL
βέβαιος  σίγουρος
EL
Αυτός που δεν επιδέχεται αμφιβολία, αμφισβήτηση, που είναι δεδομένος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν επιδέχεται αμφιβολία, αμφισβήτηση, που είναι δεδομένος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet