bn:00017405n
Noun Concept
EL
διακοπή  παύση  αναστολή  κατάπαυση  σταμάτημα
EL
Προσωρινή ή οριστική αναστολή ενέργειας, δραστηριότητας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Προσωρινή ή οριστική αναστολή ενέργειας, δραστηριότητας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations