bn:00042697n
Noun Concept
EL
διακοπή  παύση  στάση  σταμάτημα
EL
Η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας και γενικότερα μιας συνέχειας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας και γενικότερα μιας συνέχειας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet