bn:00017762n
Noun Concept
EL
χαρακτηριστικό
EL
Το ιδιαίτερο, ξεχωριστό γνώρισμα. Διακριτικό στοιχείο, ιδιότητα που ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ιδιαίτερο, ξεχωριστό γνώρισμα. Διακριτικό στοιχείο, ιδιότητα που ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet