bn:00021322n
Noun Concept
EL
συμβατότητα
EL
Η ιδιότητα του να συμβαδίζει, να συνυπάρχει κάποιος ή κάτι με κάποιον ή κάτι άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα του να συμβαδίζει, να συνυπάρχει κάποιος ή κάτι με κάποιον ή κάτι άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet