bn:00019079n
Noun Concept
Categories: Κάπνισμα
EL
πούρο  κατασκευαστής πούρων  κουβανέζικα πούρα  κουβανέζικο πούρο  πούρα
EL
Είδος τσιγάρου από φύλλα καπνού τυλιγμένα σε ρολό σε σχήμα κυλίνδρου και χωρίς τσιγαρόχαρτο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος τσιγάρου από φύλλα καπνού τυλιγμένα σε ρολό σε σχήμα κυλίνδρου και χωρίς τσιγαρόχαρτο Greek Open Multilingual WordNet
To πούρο είναι τυλιγμένη δέσμη αποξηραμένων και ζυμωμένων φύλλων καπνού που φτιάχνονται για να καπνίζονται. Wikipedia
τυλιγμένη δέσμη αποξηραμένων και ζυμωμένων φύλλων καπνού Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations