bn:00019425n
Noun Concept
EL
μέγκενη  σφιγκτήρα  σφιγκτήρας
EL
Συσκευή που χρησιμοποιείται για ξυλουργικές εργασίες και λειτουργεί σφίγγοντας και συγκρατώντας κάποιο εργαλείο σε σταθερή θέση Greek Open Multilingual WordNet
English:
tool
Definitions
Relations
Sources
EL
Συσκευή που χρησιμοποιείται για ξυλουργικές εργασίες και λειτουργεί σφίγγοντας και συγκρατώντας κάποιο εργαλείο σε σταθερή θέση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations