bn:00019648n
Noun Concept
EL
σύνεργα καθαρίσματος  εξοπλισμός καθαρισμού  καθαρισμός εφαρμόσουν  συσκευή καθαρισμού
EL
Καθένα από τα όργανα που χρησιμοποιούνται για καθάρισμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources