bn:00019832n
Noun Concept
EL
φυλακή  «μπουζού»  «φρέσκο»  δεσμωτήριο  μπουντρούμι
EL
(αργκό) κτήριο που χρησιμοποιείται για την κράτηση ατόμων που βρίσκονται υπό τη νόμιμη επίβλεψη της κυβέρνησης (κυρίως κατηγορούμενοι που περιμένουν να δικαστούν ή καταδικασμένοι που εκτίουν την ποινή τους) Greek Open Multilingual WordNet
English:
American
device
Definitions
Relations
Sources
EL
(αργκό) κτήριο που χρησιμοποιείται για την κράτηση ατόμων που βρίσκονται υπό τη νόμιμη επίβλεψη της κυβέρνησης (κυρίως κατηγορούμενοι που περιμένουν να δικαστούν ή καταδικασμένοι που εκτίουν την ποινή τους) Greek Open Multilingual WordNet
Χώρος μέσα στον οποίο βρίσκονται πρόσωπα με περιορισμένη ατομική ελευθερία. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations