bn:00019902n
Noun Concept
EL
τσόκαρο  ξυλοπάπουτσο  σαμπό  geta  patten
EL
Είδος πέδιλου με ξύλινο πέλμα, συνήθως κλειστό μπροστά και ανοιχτό πίσω Greek Open Multilingual WordNet
English:
shoe
shoes
footwear
Belgian
Definitions
Relations
Sources