bn:00020023n
Noun Concept
EL
γαρίφαλο  καρυόφυλλο  μοσχοκάρφι
EL
Αρωματικό φυτό που το αποξηραμένο άνθος του χρησιμεύει ως άρτυμα, γαρίφαλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αρωματικό φυτό που το αποξηραμένο άνθος του χρησιμεύει ως άρτυμα, γαρίφαλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet