bn:00020185n
Noun Concept
EL
επίχρισμα  επικάλυμμα  επίστρωση  επίχριση  επικάλυψη
EL
Λεπτό επικαλυπτικό στρώμα που καλύπτει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources