bn:00023370n
Noun Concept
EL
σκέπασμα
EL
Εκείνο με το οποίο καλύπτουμε ένα άνοιγμα, οτιδήποτε προστατεύει ή συγκαλύπτει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εκείνο με το οποίο καλύπτουμε ένα άνοιγμα, οτιδήποτε προστατεύει ή συγκαλύπτει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet