bn:00020446n
Noun Concept
EL
απόδειξη  αποδεικτικό στοιχείο  πειστήριο  τεκμήριο  πειστικές αποδείξεις
EL
Μια σειρά από συλλογιστικά στοιχεία που κάνουν φανερή την αλήθεια ενός πράγματος.Στοιχείο επάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί μια γνώμη, ένας ισχυρισμός, μια μαρτυρία, με τρόπο αναμφισβήτητο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μια σειρά από συλλογιστικά στοιχεία που κάνουν φανερή την αλήθεια ενός πράγματος.Στοιχείο επάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί μια γνώμη, ένας ισχυρισμός, μια μαρτυρία, με τρόπο αναμφισβήτητο Greek Open Multilingual WordNet