bn:00020483n
Noun Concept
Categories: Κομμώσεις
EL
κόμμωση  χτένισμα  κούρεμα  styling μαλλιών  κομμωτικής
EL
Ο τρόπος χτενίσματος των μαλλιών, ιδίως για γυναίκες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο τρόπος χτενίσματος των μαλλιών, ιδίως για γυναίκες Greek Open Multilingual WordNet
Κόμμωση ή αλλιώς κούρεμα είναι το κόψιμο των μαλλιών ενός ανθρώπου ή ζώου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias