bn:00020517n
Noun Concept
Categories: Βιομηχανική επανάσταση, Άνθρακας, Καύσιμα
EL
οπτάνθρακας  κοκ  άνθρακας  γαιάνθρακας  κάρβουνο
EL
Ανθρακώδες υλικό που λαμβάνεται με την καύση οργανικών ουσιών Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
καύσιμο
Definitions
Relations
Sources
EL
Ανθρακώδες υλικό που λαμβάνεται με την καύση οργανικών ουσιών Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος «Κοκ» ανακατευθύνει εδώ. Wikipedia