bn:00036734n
Noun Concept
Categories: Ενεργειακή ανάπτυξη, Καύσιμα
EL
καύσιμο  εύφλεκτο υλικό  καύσιμη ύλη  καύσιμα
EL
Κάθε είδους υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή κυρίως θερμικής ενέργειας, υλικό που παίρνει εύκολα φωτιά και που καίγεται με ζωηρές φλόγες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε είδους υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή κυρίως θερμικής ενέργειας, υλικό που παίρνει εύκολα φωτιά και που καίγεται με ζωηρές φλόγες Greek Open Multilingual WordNet
Καύσιμα λέγονται οι ουσίες που ενώνονται με το οξυγόνο παράγοντας θερμότητα. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations