bn:00020621n
Noun Concept
EL
συνάδελφος  συλλογικό  συλλογικότητας  συναδέλφου
EL
Αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα και/ή δουλεύει στον ίδιο χώρο με άλλους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα και/ή δουλεύει στον ίδιο χώρο με άλλους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations