bn:00020839n
Noun Concept
Categories: Παθήσεις
EL
κώμα  comatoseness
EL
Παθολογική κατάσταση λήθαργου ή ύπνου, στην οποία πέφτει ο άνθρωπος μετά από εγκεφαλική βλάβη, αλλά και αιφνίδια προσβολή, δηλητηρίαση από αλκοόλ κ .λπ., κατά την οποία στον ασθενή παρατηρείται πλήρης ή μερική απώλεια της συνειδήσεως, της νοήσεως, της εκούσιας κινητικότητας και της αισθητικότητας, με παράλληλη διατήρηση όμως των βασικών λειτουργιών της ζωής (αναπνοή, κυκλοφορία κ .λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
English:
medicine
Definitions
Relations
Sources
EL
Παθολογική κατάσταση λήθαργου ή ύπνου, στην οποία πέφτει ο άνθρωπος μετά από εγκεφαλική βλάβη, αλλά και αιφνίδια προσβολή, δηλητηρίαση από αλκοόλ κ .λπ., κατά την οποία στον ασθενή παρατηρείται πλήρης ή μερική απώλεια της συνειδήσεως, της νοήσεως, της εκούσιας κινητικότητας και της αισθητικότητας, με παράλληλη διατήρηση όμως των βασικών λειτουργιών της ζωής (αναπνοή, κυκλοφορία κ .λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
Το κώμα είναι παθολογική κατάσταση. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations