bn:00078969n
Noun Concept
EL
αναισθησία  απώλεια αισθήσεων  λιποθυμία  απώλεια των αισθήσεων
EL
Έλλειψη επαφής με το περιβάλλον, παροδική απώλεια των αισθήσεων που οφείλεται σε εγκεφαλική αναιμία, απότομη συγκίνηση ή αλλαγή της θέσεως του σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Έλλειψη επαφής με το περιβάλλον, παροδική απώλεια των αισθήσεων που οφείλεται σε εγκεφαλική αναιμία, απότομη συγκίνηση ή αλλαγή της θέσεως του σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μηχανική διακοπή της αισθητικής λειτουργίας του οργανισμού Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations