bn:00020849n
Noun Concept
Categories: Κομμωτική, Προσωπική φροντίδα, Σκεύη
EL
χτένα  τσατσάρα
EL
Αντικείμενο από κόκαλο, πλαστικό, μέταλλο κ.τ.λ. που έχει μία σειρά δόντια και που το χρησιμοποιούν για να ξεμπερδεύουν και για να στρώνουν τα μαλλιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αντικείμενο από κόκαλο, πλαστικό, μέταλλο κ.τ.λ. που έχει μία σειρά δόντια και που το χρησιμοποιούν για να ξεμπερδεύουν και για να στρώνουν τα μαλλιά Greek Open Multilingual WordNet
Η χτένα, γνωστή και ως τσατσάρα, είναι ένα οδοντωτό εργαλείο για την κόμμωση και τον καθαρισμό των μαλλιών ή της γενειάδας. Wikipedia
Οδοντωτό εργαλείο για την κόμμωση και τον καθαρισμό των μαλλιών ή της γενειάδας Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikidata Alias