bn:00021067n
Noun Concept
EL
κοινή καρωτίδα  κοινή καρωτιδική αρτηρία  καρωτίδων αρτηριών  κοινή καρωτιδική  κοινής καρωτίδας
EL
Διαπερνά το λαιμό και χωρίζεται στις εσωτερικές και εξωτερικές καρωτιδικές αρτηρίες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources