bn:00032440n
Noun Concept
EL
εξωτερική καρωτιδική αρτηρία  εξωτερική καρωτίδα  εξωτερικής καρωτίδας
EL
Η διακλάδωση της καρωτιδικής αρτηρίας που διοχετεύει με αίμα το πρόσωπο, τη γλώσσα και εξωτερικά τμήματα του κεφαλιού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources