bn:00021413n
Noun Concept
Categories: Κομποστοποίηση, Λιπάσματα
EL
κομπόστ  κοπρόχωμα  λιπασματοποίηση  οργανικό λίπασμα  φουσκί
EL
Μίγμα από σάπια φύλλα και κοπριά που χρησιμοποιείται για να εμπλουτίσει το έδαφος με συστατικά που αυξάνουν τη γονιμότητά του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μίγμα από σάπια φύλλα και κοπριά που χρησιμοποιείται για να εμπλουτίσει το έδαφος με συστατικά που αυξάνουν τη γονιμότητά του Greek Open Multilingual WordNet
Το κομπόστ είναι φυσικό λίπασμα που παράγεται από την αποσύνθεση των οργανικών υλικών. Wikipedia