bn:00034136n
Noun Concept
Categories: Λιπάσματα
EL
λίπασμα  αζωτούχο λίπασμα  χημικό λίπασμα  λιπάσματα  λιπασμάτων
EL
Με τον γενικό όρο λίπασμα αναφέρεται οποιαδήποτε ουσία, φυσική ή τεχνητά παρασκευασμένη, βελτιώνει την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των φυτών. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Με τον γενικό όρο λίπασμα αναφέρεται οποιαδήποτε ουσία, φυσική ή τεχνητά παρασκευασμένη, βελτιώνει την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των φυτών. Wikipedia