bn:00021542n
Noun Concept
EL
στρατόπεδο συγκέντρωσης
EL
Περιοριστική και καταναγκαστική κατασκήνωση όπου κρατούνται πολιτική κρατούμενοι ή αιχμάλωτοι πολέμου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources