bn:00021679n
Noun Concept
EL
αγωγός
EL
Κάθε υλικό σώμα που επιτρέπει τη διέλευση ορισμένης ενέργειας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε υλικό σώμα που επιτρέπει τη διέλευση ορισμένης ενέργειας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet