bn:00070422n
Noun Concept
Categories: Φυσική στερεάς κατάστασης, Ημιαγωγοί
EL
ημιαγωγός  ημιαγωγοί  ημιαγωγού  ημιαγωγού υλικού  ημιαγωγών
EL
Ύλη, όπως το γερμάνιο ή το πυρίτιο, που έχει ηλεκτρική αγωγιμότητα ενδιάμεση μεταξύ των μετάλλων και των μονωτών, η οποία αυξάνει με την θερμοκρασία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ύλη, όπως το γερμάνιο ή το πυρίτιο, που έχει ηλεκτρική αγωγιμότητα ενδιάμεση μεταξύ των μετάλλων και των μονωτών, η οποία αυξάνει με την θερμοκρασία Greek Open Multilingual WordNet
Ημιαγωγός είναι κάθε υλικό που έχει ειδική αντίσταση με τιμές ανάμεσα σε αυτές των μονωτών και των αγωγών και που εμφανίζει ραγδαία μείωση της ειδικής του αντίστασης με την αύξηση της θερμοκρασίας του. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations