bn:00021726n
Noun Concept
EL
αίθουσα διασκέψεων  αίθουσα συσκέψεων  συνεδριακός χώρος  αίθουσα συνεδριάσεων  αίθουσα συνεδρίων
EL
Αίθουσα, χώρος όπου μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα συνέδριο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources