bn:00021947n
Noun Concept
EL
ενοχή
EL
Αίσθημα ντροπής που νιώθει όποιος έχει διαπράξει κάτι κακό, ανήθικο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αίσθημα ντροπής που νιώθει όποιος έχει διαπράξει κάτι κακό, ανήθικο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet