bn:00070886n
Noun Concept
EL
ντροπή
EL
Το δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κάποιος απέναντι σε άλλους, λόγω ενοχής ή φυσικής συστολής ή αναστολών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει κάποιος απέναντι σε άλλους, λόγω ενοχής ή φυσικής συστολής ή αναστολών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet