bn:00022191n
Noun Concept
EL
διάρκεια  συνέχιση
EL
Η χρονική περίοδος κατά την οποία κάτι συνεχίζεται Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η χρονική περίοδος κατά την οποία κάτι συνεχίζεται Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations