bn:00022192n
Noun Concept
EL
διάρκεια
EL
Για να δηλωθεί η μεγάλη διάρκεια, συνήθως κατ' αντιδιαστολή προς κάτι που διαρκεί στιγμιαία ή που ισχύει για μία μόνο φορά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Για να δηλωθεί η μεγάλη διάρκεια, συνήθως κατ' αντιδιαστολή προς κάτι που διαρκεί στιγμιαία ή που ισχύει για μία μόνο φορά Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet