bn:00023328n
Noun Concept
EL
ερωτοτροπία  κόρτε  φλερτ  φλερτάροντας  ερωτευμένος
EL
Εκδήλωση ερωτικού ενδιαφέροντος με ορισμένη συμπεριφορά και με στόχο τη σύναψη ερωτικών σχέσεων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources