bn:00067937n
Noun Concept
EL
τελετουργία  ιεροτελεστία  τελετουργικό
EL
Η τυπική τάξη που ακολουθείται σε μια τελετουργία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η τυπική τάξη που ακολουθείται σε μια τελετουργία Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο τελετουργία εννοείται ένα σύνολο κινήσεων που διαθέτουν συμβολικό νόημα, διαφέροντας με αυτόν τον τρόπο από τις κινήσεις της καθημερινότητας. Wikipedia
Σύνολο συμβολικών κινήσεων και δράσεων Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia