bn:00023463n
Noun Concept
EL
ευκαιρία
EL
Μία ευκαιρία να κάνει κάποιος κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μία ευκαιρία να κάνει κάποιος κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet