bn:00017621n
Noun Concept
EL
ευκαιρία
EL
Σύμπτωση κατάλληλων συνθηκών, ευνοϊκών περιστάσεων που επιτρέπουν την πραγματοποίηση ενός σκοπού Greek Open Multilingual WordNet
English:
philosophy
Definitions
Relations
Sources
EL
Σύμπτωση κατάλληλων συνθηκών, ευνοϊκών περιστάσεων που επιτρέπουν την πραγματοποίηση ενός σκοπού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations