bn:00023609n
Noun Concept
EL
αστακός  καραβίδα  αστακού  θάλασσα καραβίδες  καραβίδες
EL
Είδος μαλακόστρακου του οποίου το ένα γένος ζει στη θάλασσα και μοιάζει με μεγάλη γαρίδα και το άλλο ζει σε γλυκά νερά και μοιάζει με μικρό αστακό. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος μαλακόστρακου του οποίου το ένα γένος ζει στη θάλασσα και μοιάζει με μεγάλη γαρίδα και το άλλο ζει σε γλυκά νερά και μοιάζει με μικρό αστακό. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations