bn:00023660n
Noun Concept
EL
δημιουργός
EL
Αυτός που έχει δημιουργήσει κάτι, που επινοεί κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που έχει δημιουργήσει κάτι, που επινοεί κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet