bn:00006156n
Noun Concept
EL
εφευρέτης
EL
Κάποιος που είναι ο πρώτος που επινοεί ή κατασκευάζει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάποιος που είναι ο πρώτος που επινοεί ή κατασκευάζει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations