bn:00023686n
Noun Concept
EL
ευπιστία
EL
Η ιδιότητα του εύπιστου, το να πιστεύει κάποιος εύκολα κάτι. Η έλλειψη κάθε επιφυλακτικότητας και αμφιβολίας για ό,τι ακούει κάποιος αφελής συνήθως άνθρωπος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα του εύπιστου, το να πιστεύει κάποιος εύκολα κάτι. Η έλλειψη κάθε επιφυλακτικότητας και αμφιβολίας για ό,τι ακούει κάποιος αφελής συνήθως άνθρωπος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations